αειμνημόνευτος

αειμνημόνευτος
ἀειμνημόνευτος, -ον (Α)
αυτός που πάντοτε μνημονεύεται, αλησμόνητος, αξέχαστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀειμνημόνευτος — ever remembered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειμνημόνευτον — ἀειμνημόνευτος ever remembered masc/fem acc sg ἀειμνημόνευτος ever remembered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειμνημονεύτους — ἀειμνημόνευτος ever remembered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειμνημονεύτων — ἀειμνημόνευτος ever remembered masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • ՄՇՏԱՅՈՒՇ — ( ) NBH 2 0289 Chronological Sequence: 10c ա. ἁειμνημόνευτος, ἁείμνηστος semper memorandus, memorabilis. Միշտ յուշ բերելի, յիշելի. յաւերժական յիշատակաց արժանի. *Զանուան իւրոյ մշտայուշ քաղաք շինեսցէ: Զիւրոյ անուանն մշտայուշ քաղաք շինեսցէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”